- δυσουρικός
- -ή, -όαυτός που πάσχει από δυσουρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δυσουρικός — ή, ό (AM δυσουρικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί δυσουρία … Dictionary of Greek
dysuric — adjective see dysuria * * * dysūˈric adjective • • • Main Entry: ↑dysuria * * * dysuric, a. (dɪˈsjʊərɪk) [ad. Gr. δυσουρικός, f. δυσουρία disury: see ic.] Pertaining to or affected with … Useful english dictionary